- ληστήριον
- λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α)1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.)2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.)3. στον πληθ. τὰ λῃστήριαα) η ληστεία («λῃστήρια καὶ ἐπιορκίαι καὶ φόνοι», Λουκιαν.)β) τα πειρατικά πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ-τήριον < ληΐς (άλλος τ. τού λεία) + επίθημα -τήριον (πρβλ. παιδευ-τήριον, πιεσ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.